-
1 соль
I.(хим., кристаллическое белое вещество) το άλα/ςτο αλάτι- του Έπσομ (Epsom), η θειική μαγνησίαБертол(л)етова - см хлорат калия глауберова - (мирабилит) - Γκλάουμπερ (Glauber), το θειικό νάτριοповаренная - μαγειρικό -, το χλωριούχο νάτριοсег-нетова - του Σενιέτ, το τρυγικό καλιονάτριοсредняя - ουδέτερο -, κανονικό -II.муз. το σόλ, η νότα σόλ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соль